Απλαστική αναιμία

Με τον όρο απλαστική αναιμία ονομάζεται ένα σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια της αιμοποιητικής ικανότητας του μυελού των οστών, η οποία αφορά όλες τις κυτταρικές σειρές (ερυθρά αιμοσφαίρια, λευκά και αιμοπετάλια). Ο μυελός των οστών εμφανίζεται στη βιοψία υποπλαστικός, με ελάττωση του αριθμού των αιμοποιητικών κυττάρων. Στην εξέταση του περιφερικού αίματος ανευρίσκεται ελάττωση του αριθμού τόσο των ερυθρών αιμοσφαιρίων όσο και των λευκών και των αιμοπεταλίων (πανκυτταροπενία).

Πρόκειται για μια σπάνια νόσο με βαριά πρόγνωση και με επίπτωση περίπου 2-6:1.000.000 κατοίκους.

Ανοσοανεπάρκεια

Η ανοσοανεπάρκεια, αποτελεί οντότητα σχετιζομένη με την έκπτωση της λειτουργικότητας του ανοσολογικού συστήματος, γεγονός που οδηγεί σε ένα ευρύ φάσμα νόσων.

Μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής. Μπορεί να προσβάλλονται μόνο ένας ή όλοι οι κυτταρικοί πληθυσμοί του ανοσολογικού συστήματος, τα προϊόντα τους ( Τ- και Β- λεμφοκύτταρα, μακροφάγα), οι υποδοχείς τους, οι μεταβολικοί τους δρόμοι, ή ακόμη προϊόντα που φυσιολογικά συμβάλλουν στη διατήρηση της υγείας και στην προφύλαξη από τις λοιμώξεις.

Πρωτοπαθής Ανοσοανεπάρκεια

• Συνδυασμένες ανοσοανεπάρκειες. π.χ. σοβαρή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια, ανεπάρκεια της απαμινάσης της αδενοσίνης και δικτυοκυτταρική δυσγενεσία

• Ανεπάρκειες αντισωμάτων (ανοσοσφαιρινών ), π.χ. φυλοσύνδετη αγαμμασφαιριναιμία, ανεπάρκεια IgA,ανεπάρκεια ανοσοσφαιρινών με αυξημένη IgM ( σύνδρομο υπερ- IgM), κοινή συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια και παροδική υπογαμμασφαιριναιμία του νεογνού.

• Σύνδρομα π.χ. σύνδρομο Di-George (ανεπάρκεια Τ-λεμφοκυττάρων ), σύνδρομο Wiskott-Aldrich (έκζεμα, θρομβοκυττοπενία, λοιμώξεις), αταξία με τηλαγγειεκτασία.

• Σχετιζόμενα σύνδρομα π.χ. σύνδρομο Down, χρόνια βλεννοδερματική καντιντίαση, σύνδρομο υπερ-IgE, χρόνια κοκκιωματώδης νόσος ,

• Ανεπάρκειες συμπληρώματος

Δευτεροπαθής Ανοσοανεπάρκεια

• Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας (AIDS)

• Λοιμώξεις, κακοήθειες, υποσιτισμός, εντεροπάθεια με απώλεια γλουτένης, φάρμακα π.χ. ανοσοκατασταλτικά, χρόνιο stress.

Όλες οι ηλικίες μπορεί να εμφανίσουν ανοσοανεπάρκειες , και συνηθέστερο είναι το ανδρικό φύλο.

Αποθηλασμός. Η Ολοκλήρωση Του Μητρικού Θηλασμού

Πότε πεινάει ένα μωρό;

Οπωσδήποτε: Όχι όταν είναι η ώρα του να ταιστεί και Όχι όταν κλαίει. Αυτό μπορεί να ακούγεται περίεργο σε ανθρώπους που δεν έχουν έρθει σε επαφή με μωρά, [...]

Σπιρουλίνα:

Ενδυνάμωση – Τόνωση – Αποτοξίνωση Η σπιρουλίνα είναι μια απλή, μονοκυτταρική μορφή άλγους που αναπτύσσεται σε θερμά, αλκαλικά νερά. Τείνει να θεωρηθεί [...]

Αντιμετώπιση συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα

Αντιμετώπιση συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα

Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα αποτελεί το πιο συχνό αίτιο πόνου στο χέρι και οφείλεται στην πίεση του μέσου νεύρου μέσα στον καρπιαίο σωλήνα.Οι [...]

Ανθεκτική νορμοβλαστική αναιμία

Τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (ΜΔΣ) αποτελούν ένα σύνολο νόσων που χαρακτηρίζονται από ανθεκτικές κυτταροπενίες, ποιοτικές ή ποσοτικές διαταραχές μίας ή περισσότερων σειρών του μυελού των οστών και αυξημένη συχνότητα εξέλιξης σε οξεία μυελογενή λευχαιμία (ΟΜΛ).

Η ταξινόμηση των ΜΔΣ συνδρόμων προτάθηκε από μία ομάδα Γάλλων Αμερικανών και Άγγλων αιματολόγων. Γίνεται βάσει σταθερών κριτηρίων , είναι γνωστή σαν FAB ταξινόμηση και περιλαμβάνει τις εξής 5 κατηγορίες.

• ανθεκτική αναιμία

• ανθεκτική αναιμία με δακτυλιοειδείς σιδηροβλάστες

• ανθεκτική αναιμία με περίσσεια του αριθμού των βλαστών

• ανθεκτική αναιμία με περίσσεια του αριθμού των βλαστών σε μεταμόρφωση

• χρόνια μυελομονοκυτταρική λευχαιμία

Διακρίνονται προγνωστικά σε 2 ομάδες ΜΔΣ

Α) Ανθεκτική αναιμία με δακτυλιοειδείς σιδηροβλάστες και χρόνια μυελομονοκυτταρική λευχαιμία με μικρό αριθμό βλαστών(νορμοβλαστική) με καλή σχετικά πρόγνωση

Β) Ομάδες με περίσσεια βλαστών και τη χρόνια μυελομονοκυτταρική λευχαιμία με αυξημένο αριθμό βλαστών με κακή πρόγνωση και αυξημένη συχνότητα εξέλιξης σε ΟΜΛ.

Ανεύρυσμα μηριαίας αρτηρίας

Η μηριαία αρτηρία αποτελεί την η περιφερική συνέχεια της έξω λαγονίου αρτηρίας, κλάδου της κοιλιακής αορτής. Εισέρχεται στο μηρό κινούμενη υπό τον βουβωνικό σύνδεσμο και αναλαμβάνει την άρδευση με αίμα του κάτω άκρου.

Τα ανευρύσματα της μηριαίας αρτηρίας αποτελούν το 1/3 όλων των περιφερικών ανευρυσμάτων. Είναι συχνότερα στους άνδρες συγκριτικά με τις γυναίκες, ενώ η μέση ηλικία εμφανίσεώς τους εντοπίζεται στα 65 έτη. Τα περισσότερα είναι αμφοτερόπλευρα. Σε ποσοστό 75% συνυπάρχουν με αορτικό ανεύρυσμα.

Διακρίνονται σε εκείνα που περιορίζονται στην κοινή μηριαία (τύπος Ι) και εκείνα που επεκτείνονται στην εν τω βάθει μηριαία, κλάδο της κοινής μηριαίας (τύπος ΙΙ).

Η διάγνωση πραγματοποιείται με την κλινική εξέταση (ανίχνευση ψηλαφητής σφύζουσας μάζας), υπερηχογραφικώς, με Αξονική ή Μαγνητική Τομογραφία και με αγγειογραφία.

Ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής

Το ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής αποτελεί μια όχι και τόσο σπάνια και αρκετά απειλητική για τη ζωή κατάσταση. Για την καλύτερη περιγραφή και κατανόηση του ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής κρίνεται εύλογη η περιγραφή βασικών εννοιών:

Ως ανεύρυσμα χαρακτηρίζεται η μόνιμη και εντοπισμένη διάταση του τοιχώματος ενός αγγείου (τοπικό «φούσκωμα» του τοιχώματος), που προκαλείται λόγω βλάβης ή μηχανικής αδυναμίας του αγγειακού τοιχώματος. Μπορεί να αποκτήσει ποικίλες διαστάσεις, με αποκορύφωμα τη πλήρη διάσχιση του τοιχώματος – ρήξη ανευρύσματος.

Θεωρητικά μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε αγγείο του κυκλοφορικού συστήματος. Όμως στην πραγματικότητα εμφανίζονται συνήθως στις αρτηρίες, δεδομένου ότι εκεί η εσωτερική πίεση του αίματος που κυκλοφορεί είναι μεγαλύτερη και αντίστοιχα είναι μεγαλύτερη η τάση που αναπτύσσεται πάνω στο αρτηριακό τοίχωμα. Εκεί όπου το τοίχωμα μπορεί να εμφανίσει κάποια αδυναμία, εκεί υπάρχει η δυνατότητα για να δημιουργηθεί ένα ανεύρυσμα.

Tαξινόμηση ανευρυσμάτων:

Ανάλογα με την προέλευση τους τα ανευρύσματα διακρίνονται σε:

Συγγενή και επίκτητα.

Ανάλογα με τη μορφολογική τους κατάσταση σε:

Γνήσια: Ονομάζονται εκείνα τα ανευρύσματα στο σχηματισμό των οποίων συμμετέχουν και οι τρεις χιτώνες του αρτηριακού τοιχώματος.

Ψευδή: Ονομάζονται όσα προέρχονται από πλήρη τραυματική ρήξη του αρτηριακού τοιχώματος που οδηγεί σε δημιουργία εξωαυλικού αιματώματος. Το τοίχωμα τους αποτελείται από περιβάλλοντες ιστούς και όχι από τις στιβάδες του αρτηριακού τοιχώματος.

Διαχωριστικά: Δημιουργούνται από τη διάσπαση του αρτηριακού τοιχώματος εξαιτίας της αδυναμίας του έσω χιτώνα με αποτέλεσμα το σχηματισμό ενδοτοιχωματικού αιματώματος.

Ανάλογα με την εξωτερική τους μορφολογία διακρίνονται σε:

Aτρακτοειδή

Σακοειδή

Κυλινδρικά

Μικτά

Τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής είναι συνήθως ασυμπτωματικά και διαγιγνώσκονται τυχαία σε ελέγχους ρουτίνας ή κατά τη διάρκεια ελέγχου για άλλα νοσήματα και εντοπίζονται κατά 95% κάτωθεν της εκφύσεως των νεφρικών αρτηριών. Στην Ευρώπη και την Ασία η επίπτωση τους κυμαίνεται από 5%-7% με συνηθέστερη ηλικία εμφάνισης τα 70-75 χρόνια. Παγκοσμίως προσβάλουν κυρίως τους άνδρες ενώ δεν υπάρχει διαφορά στον επιπολασμό (συχνότητα εκδηλώσεως) μεταξύ λευκής και μαύρης φυλής. H έγκαιρη χειρουργική θεραπεία ελαττώνει τη θνησιμότητα στο 0,9-5%. Εάν καθυστερήσει και διαμεσολαβήσει ρήξη του ανευρύσματος, η θνησιμότητα αγγίζει το 75%. Σε ανευρύσματα διαμέτρου άνω των 5cm, ο κίνδυνος ρήξης αγγίζει το 25% με ποσοστό θνησιμότητας 75%.

Ανεύρυσμα ιγνυακής αρτηρίας

Η ιγνυακή αρτηρία είναι συνέχεια της μηριαίας αρτηρίας και εισέρχεται στον ιγνυακό βόθρο (κοίλωμα σχήματος ρόμβου στην οπίσθια επιφάνεια του γόνατος), διερχόμενη μέσα από το τρήμα (δίοδο) του μεγάλου προσαγωγού μυός. Τελειώνει στο ύψος του κάτω χείλους του ιγνυακού μυός, όπου διαιρείται στην πρόσθια και οπίσθια κνημιαία αρτηρία.

Τα ανευρύσματα της ιγνυακής αρτηρίας αποτελούν το 70% όλων των περιφερικών ανευρυσμάτων. Εμφανίζονται συχνότερα σε ηλικιωμένους ασθενείς και σε άνδρες. Είναι αμφοτερόπλευρα και συχνά μπορεί να συνυπάρχουν με ανευρύσματα άλλων αγγείων, όπως της κοιλιακής αορτής.

Η διάγνωση τίθεται με την κλινική εξέταση (ψηλάφηση ) και επιβεβαιώνεται υπεηχογραφικώς, με αξονική τομογραφία και αγγειογραφία.

Ανεύρυσμα θωρακικής αορτής

Η αορτή είναι η αρτηρία που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και υποδέχεται τον όγκο του αίματος που εκτοξεύεται κατά την συστολή της αριστεράς κοιλίας. Δεν έχει αυτοδύναμη, όπως η καρδιά, συσταλτική ικανότητα, αλλά συμβάλλει στην αρτηριακή πίεση. και στην παλμική (σφυγμική) συνεχή ροή αίματος.

Η αορτή διακρίνεται σε δύο τμήματα: την Θωρακική και την Κοιλιακή αορτή. Η Θωρακική αορτή, αποτελείται από την ανιούσα, το αορτικό τόξο και την κατιούσα θωρακική αορτή, η οποία καταλήγει έως το διάφραγμα.

Το ανεύρυσμα της θωρακικής αορτής είναι μια εξαιρετικά απειλητική για τη ζωή κατάσταση. Ως ανεύρυσμα, χαρακτηρίζεται η μόνιμη και εντοπισμένη διάταση του τοιχώματος μιάς αρτηρίας. Οφείλεται σε βλάβη ή αδυναμία του αρτηριακού τοιχώματος. H ανευρυσματική διάταση, μπορεί να αποκτήσει ποικίλες διαστάσεις.

Σε ότι αφορά τη Θωρακική αορτή, αν η διάμετρος της είναι μεγαλύτερη από 3,5cm θεωρείται διατεταμένη, ενώ αν είναι μεγαλύτερη από 4,5cm θεωρείται πλέον ανευρυσματική. Η ανευρυσματική διάταση μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιοδήποτε τμήμα του αγγείου (ανιούσα, κατιούσα, τόξο).

Η επίπτωση της νόσου είναι περίπου 6 περιστατικά ανά 100.000 άτομα. Είναι συχνότερη στη λευκή φυλή και στο ανδρικό φύλο. Η μέση ηλικία εμφάνισής της είναι τα 60-65 έτη. Ωστόσο, η αιτιολογία της δημιουργίας του ανευρύσματος επηρεάζει την ηλικία εκδήλωσης της νόσου. Συγκεκριμένα, άτομα που πάσχουν από κληρονομικές διαταραχές, εμφανίζουν ανευρύσματα σε νεαρότερη ηλικία.

Ανεύρυσμα

Ως ανεύρυσμα, χαρακτηρίζεται η μόνιμη και εντοπισμένη διάταση του τοιχώματος μιάς αρτηρίας, η οποία οφείλεται σε βλάβη ή αδυναμία του αρτηριακού τοιχώματος.

Η ανευρυσματική διάταση, μπορεί να αποκτήσει ποικίλες διαστάσεις.

Ανεύρυσμα, μπορεί να εμφανιστεί θεωρητικά σε οποιοδήποτε αγγείο του κυκλοφορικού συστήματος. Όμως στην πραγματικότητα σχεδόν πάντοτε, τα ανευρύσματα εμφανίζονται σε μια αρτηρία.

Ανευρύσματα μπορούν να εμφανισθούν στην κοιλιακή αορτή και θωρακική αορτή, στις εγκεφαλικές αρτηρίες και στις περιφερικές μεγάλες αρτηρίες που βρίσκονται στα πόδια και πίσω από τα γόνατα. Πάντως, συχνότερα εντοπίζονται στην κοιλιακή και θωρακική αορτή, καθώς και στις αρτηρίες του εγκεφάλου.

Η συχνότητα εμφάνισης των ανευρυσμάτων κυμαίνεται ανά τις διάφορες μελέτες, από 4-7% του γενικού πληθυσμού.

Σους ασθενείς που εμφανίζουν ανεύρυσμα, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ρήξης του ανευρύσματος. Το μέγεθος του και άλλοι συμπαρομαρτούντες παράγοντες (π.χ. ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, κ.λ.π.), καθορίζουν τη πιθανότητα ρήξης. Σε περίπτωση ρήξης ενός ανευρύσματος, τίθεται σε κίνδυνο η ζωή του ασθενούς. Η θέση του ραγέντος ανευρύσματος, καθορίζει πρωτίστως, το βαθμό του κινδύνου.

Η αποκάλυψη της παρουσίας ενός ανευρύσματος, γίνεται με ειδικές εξετάσεις όπως η αξονική τομογραφία, η μαγνητική τομογραφία, το υπερηχογράφημα, η αγγειογραφία.

Με εξετάσεις αυτού του τύπου, παρακολουθείται και η εξέλιξη ενός ανευρύσματος. Έτσι, εάν δεν τεθεί εξ αρχής η ένδειξη για χειρουργική αντιμετώπιση, αυτή μπορεί να προκύψει από τα αποτελέσματα των εξετάσεων παρακολούθησης.

Tαξινόμηση ανευρυσμάτων:

Ανάλογα με την προέλευση τους τα ανευρύσματα διακρίνονται σε:

Συγγενή: Οφείλονται είτε σε συγγενή ανωμαλία του μέσου χιτώνα είτε σε δυστροφία του μέσου χιτώνα.

Επίκτητα: Τα επίκτητα ανάλογα με την αιτιολογία τους διακρίνονται σε:

Aρτηριοσκληρυντικά

Εκφυλιστικά

Συφιλιδικά

Μυκωτικά

Τραυματικά

Μεταστενωτικά

Ανάλογα με τη μορφολογική τους κατάσταση σε:

Γνήσια: Ονομάζονται εκείνα τα ανευρύσματα στο σχηματισμό των οποίων συμμετέχουν και οι τρεις χιτώνες του αρτηριακού τοιχώματος.

Ψευδή: Ονομάζονται όσα προέρχονται από πλήρη τραυματική ρήξη του αρτηριακού τοιχώματος που οδηγεί σε δημιουργία εξωαυλικού αιματώματος. Το τοίχωμα τους αποτελείται από περιβάλλοντες ιστούς και όχι από τις στιβάδες του αρτηριακού τοιχώματος.

Διαχωριστικά: Δημιουργούνται από τη διάσπαση του αρτηριακού τοιχώματος εξαιτίας της αδυναμίας του έσω χιτώνα με αποτέλεσμα το σχηματισμό ενδοτοιχωματικού αιματώματος.

Ανάλογα με την εξωτερική τους μορφολογία διακρίνονται σε:

Aτρακτοειδή

Σακοειδή

Κυλινδρικά

Μικτά

Κλινικώς διακρίνονται σε ραγέντα και μη ραγέντα.

Μεσογειακή Αναιμία

Η ετεροζυγωτική αναιμία, γνωστή και ως ετερόζυγη β-μεσογειακή αναιμία ή ελάσσων μεσογειακή, αποτελεί το συχνότερο τύπο Μεσογειακής αναιμίας στη χώρα μας.

Τα σύνδρομα της Μεσογειακής αναιμίας αποτελούν ομάδα αιμολυτικών αναιμιών και οφείλονται σε καθορισμένες διαταραχές της σύνθεσης των αλυσίδων του μορίου της αιμοσφαιρίνης. Οι γενετικές ανωμαλίες παρουσιάζουν πολλαπλές παραλλαγές, με αποτέλεσμα μία ποικίλη παραγωγή, που κυμαίνεται από ελαττωμένη ως πλήρη αναστολή της σύνθεσης των πολυπεπτιδικών αλυσίδων του μορίου της αιμοσφαιρίνης.

Η α-Μεσογειακή αναιμία οφείλεται σε παθολογικό α-γονίδιο με συνέπεια διαταραχή της σύνθεσης της α-πολυπεπτιδικής αλυσίδας και η β-Μεσογειακή σε παθολογικό β γονίδιο και συνεπώς διαταραχή της β-αλυσίδας. Η β-Μεσογειακή αναιμία μεταβιβάζεται με τον υπολειπόμενο σωματικό τύπο.

Από τον τρόπο κληρονομικότητας της νόσου συμπεραίνουμε πως ετεροζυγώτες της β-Μεσογειακής έχουν πιθανότητα 25% να αποκτήσουν παιδί με τη νόσο.

Η συχνότητα της ετερόζυγης β-Μεσογειακής αναιμίας στην Ελλάδα, υπολογίζεται γύρω στο 10% με διακυμάνσεις από 4%-20% σε διάφορες περιοχές. Αυξημένα ποσοστά παρουσιάζουν οι νομοί Καρδίτσας, η Κέρκυρα, η Λήμνος, η Λέσβος, η Άρτα, η Αχαϊα, η Αιτωλοακαρνανία, η Ρόδος και το Ρέθυμνο.

Αμινοξυουρία

Είναι η εμφάνιση στα ούρα μεγάλων ποσοτήτων, κάποιου αμινοξέος, ομάδας αμινοξέων ή σε κάποιες περιπτώσεις όλων των αμονοξέων. Φυσιολογικά, το μεγαλύτερο μέρος των διηθούμενων από το νεφρικό σπείραμα αμινοξέων, επαναρροφάται στο εγγύς σωληνάριο του νεφρού και μόνο το 5% αποβάλλεται τελικά στα ούρα. Η ανεπαρκής επαναρρόφηση οφείλεται είτε σε αύξηση της συγκεντρώσεως του αμινοξέος στο αίμα (για διάφορες αιτίες), είτε σε δυσλειτουργία του ουροφόρου σωληναρίου. Η νόσος, κληρονομείται συνήθως με αυτοσωματικό υπολειπόμενο τρόπο. Οι κλινικές εκδηλώσεις ποικίλουν ανάλογα με το είδος των αποβαλλομένων αμινοξέων. Η παρουσία αμινοξέων στα ούρα, ανιχνεύεται με χρωματογραφικές τεχνικές.

Αμιάντωση

Είναι η διάχυτη ίνωση του διάμεσου πνευμονικού ιστού με ιδιαίτερη εντόπιση στους κατώτερους λοβούς των πνευμόνων. Λέγοντας ίνωση, εννοούμε την αντικατάσταση του φυσιολογικού πνευμονικού ιστού από ουλώδη συνδετικό ιστό (ανάπτυξη στοιχείων ουλώδους χαρακτήρα). Ο συγκεκριμένος τύπος πνευμονικής ινώσεως, οφείλεται στην έκθεση στον αμίαντο.

Ο όρος αμίαντος χρησιμοποιείται για μία ομάδα πυριτιούχων ενώσεων, οι οποίες έχουν τη μορφή ίνας. Το δίκτυο ίνωσης αρχίζει από τις βάσεις και προοδευτικά ανεβαίνει προς τις κορυφές με αποτέλεσμα τη διίδρωση (μετακίνηση) αίματος στις κυψελίδες και επομένως κακό αερισμό. Η λανθάνουσα περίοδος για την εκδήλωση της νόσου είναι 15 με 25 χρόνια. Η πρόγνωση ποικίλει και εξαρτάται από την σοβαρότητα της έκθεσης.

Αλφισμός

Ο αλφισμός ανήκει σε μία ομάδα γενετικών διαταραχών που αφορούν στην σύνθεση της χρωστικής μελανίνης. Χαρακτηρίζεται από τη μείωση έως και την πλήρη απουσία της μελανίνης στο δέρμα, τις τρίχες, και τους οφθαλμούς. Ο αλφισμός μπορεί να προσβάλλει μόνο τους οφθαλμούς οπότε ονομάζεται οφθαλμικός αλφισμός, ενώ όταν υπάρχει μειωμένη σύνθεση και εναπόθεση μελανίνης και στο δέρμα ονομάζεται οφθαλμοδερματικός αλφισμός.

Ο αλφισμός είναι μια σπάνια γενετική διαταραχή, που εμφανίζεται από τη γέννηση, σε περίπου 1/18.000 νεογνά, ενώ δεν εμφανίζει επιδημιολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα και τις εθνικές φυλές.

Λιποθυμία

Λέγοντας λιποθυμία, εννοούμε την προσωρινή απώλεια συνειδήσεως.

Είναι ένα σχετικά σύνηθες σύμβαμα, το οποίο προκαλείται από ποικιλία νοσημάτων, τα οποία κυμαίνονται από απλές λειτουργικές διαταραχές, έως σοβαρές παθολογικές καταστάσεις.

Επίσης η λιποθυμία αναφέρεται και ως συγκοπτική κρίση.

Λεύκη

H λεύκη είναι μια επίκτητη νόσος που χαρακτηρίζεται κλινικά από αχρωμία του δέρματος και εμφάνιση απολύτως λευκών κηλίδων, ιστολογικά από εξαφάνιση των μελανοκυττάρων και επιδημιολογικά από αυξημένη συσχέτιση με ορισμένα νοσήματα όπως αυτά του θυρεοειδούς.

Προσβάλλει εξίσου όλες τις φυλές, εξίσου και τα δύο φύλα και η συχνότητα της στο γενικό πληθυσμό ανέρχεται στο 1%-2%. Οι ηλικίες εμφάνισης της νόσου είναι συνήθως 10-30 ετών, ωστόσο έχουν αναφερθεί και περιστατικά με λεύκη μετά τη γέννηση.

Σε ποσοστό 25% η νόσος παρουσιάζει οικογενή χαρακτήρα. Η θεωρίες περί κληρονομικότητας δεν έχουν ακόμη επαληθεφθεί όμως πιστεύεται ότι είναι κληρονομούμενη νόσος καθώς πάνω από 1/3 των πασχόντων αναφέρουν λεύκη σε συγγενή πρώτου βαθμού.