Αποβολές λόγω προβλημάτων στη μητέρα
Σε περίπτωση που αίτιο της αποβολής δεν είναι γενετικό η γυναίκα θα χρειαστεί να υποβληθεί σε:
- ορμονικό έλεγχο,
- έλεγχο για θρομβοφιλία,
Σε περίπτωση που αίτιο της αποβολής δεν είναι γενετικό η γυναίκα θα χρειαστεί να υποβληθεί σε:
Η τεχνική PICSI βελτιώνει τα ποσοστά εγκυμοσύνης και μειώνει τον αριθμό των αποβολών μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση, λόγω ανδρικού παράγοντα. Η μέθοδος PICSI ενδείκνυται όταν διαπιστώνεται ανδρική υπογονιμότητα και χρειάζεται να εφαρμοστεί η μικρογονιμοποίηση, αλλά και όταν παρατηρείται υψηλό ποσοστό κατάτμισης του DNA του σπέρματος στην εξέταση κατακερματισμού του DNA.
Είναι ουσιαστικά η ένωση του γενετικού κυττάρου του θήλεος , του ωαρίου, με το γενετικό κύτταρο του άρρενος, το σπερματοζωάριο, προκειμένου να δημιουργηθεί μια νέα ζωή, το έμβρυο.
Διατήρηση γονιμότητας για κοινωνικούς λόγους
Τα ποιο γόνιμα χρόνια στη γυναίκα είναι από τα 26-35, όταν οι ωοθήκες περιέχουν ακόμα ένα μεγάλο αριθμό υγιών ωαρίων. Έχει αποδειχθεί επίσης ότι μια γυναίκα σταματά να είναι γόνιμη περίπου 10 χρόνια πριν την εμμηνόπαυση. Συνεπώς είναι λάθος να νομίζει η γυναίκα ότι, επειδή έχει τακτική μηνιαία περίοδο, είναι ταυτόχρονα και γόνιμη. Αυτό ισχύει προφανώς εντονότερα για τις γυναίκες που είναι άνω των 38 ετών.
Η τεχνική IMSI (ενδοκυτταροπλασματική έγχυση μορφολογικά επιλεγμένου σπερματοζωαρίου στο ωάριο) είναι η ποιό εξελιγμένη τεχνική στην εξωσωματική γονιμοποίηση για την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας ανδρικής αιτιολογίας και συμπληρώνει τη μικρογονιμοποίηση ICSI. Η χρήση του IMSI συμβάλλει στην καλύτερη επιλογή των σπερματοζωαρίων που χρησιμοποιούνται για γονιμοποίηση των ωαρίων και ελαχιστοποιεί την πατρική συμβολή στην αποτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η χρήση της τεχνικής IMSI παρουσιάζει σαφές όφελος στην επίτευξη κλινικής εγκυμοσύνης συγκριτικά με τη μικρογονιμοποίηση ICSI.
Είναι γνωστό ότι τα ποσοστά κυήσεως στην εξωσωματική γονιμοποίηση κυμαίνονται μεταξύ 30-35% κατά μέσο όρο σε όλα τα περιστατικά .Όσο πιο νέα η γυναίκα τόσο πιο υψηλά τα ποσοστά επιτυχίας και όσο μεγαλύτερη η ηλικία της ιδιαίτερα μετά τα 40 έτη τα ποσοστά επιτυχίας μειώνονται σημαντικά.
Περίπου το 70-80% των περιπτώσεων υπογονιμότητας έχουν κάποια συγκεκριμένη αιτιολογία, είτε αφορούν την αντρική, είτε τη γυναικεία γονιμότητα, είτε και τα δύο.
Η προσδιορισμός των επιπέδων της αντιμυλλερίου ορμόνης (ΑΜΗ) αυξάνει την ακρίβεια στην εκτίμηση του μεγέθους της δεξαμενής των αναπτυσσόμενων ωοθυλακίων σε σύγκριση με συμβατικές μεθόδους
Η Roche ανακοίνωσε πρόσφατα την κυκλοφορία στην αγορά του τεστ Elecsys Anti-Müllerian Hormone (AMH) για τον προσδιορισμό της AMH στο αίμα. Πρόκειται για το πρώτο πλήρως αυτοματοποιημένο τεστ για τη μέτρηση της AMH και την εκτίμηση του αποθέματος ωαρίων μιας γυναίκας. Η AMH είναι ένας σημαντικός δείκτης γονιμότητας που χρησιμοποιείται από τους επαγγελματίες της υγείας για την εκτίμηση των αποθεμάτων ωαρίων στις γυναίκες.
Το πρόβλημα της υπογονιμότητας στα ζευγάρια εμφανίζεται συχνά και είναι διαχρονικό. Το ποσοστό συνεχώς μεγαλώνει τα τελευταία χρόνια και διεθνώς το 15% των ζευγαριών αντιμετωπίζουν δυσκολία στη σύλληψη γενικώς, ή στη σύλληψη του επιθυμητού αριθμού παιδιών, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.).
Η πιθανότητα σύλληψης σε ένα ζευγάρι που βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία και έχει σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη ή χρήση αντισυλληπτικών μεθόδων είναι 20% ανά μήνα ενώ σε διάστημα 12 μηνών, το ποσοστό φθάνει στατιστικά στο 91%
Η πιο κοινή αιτία γυναικείας υπογονιμότητας είναι η διαταραχή της ωορρηξίας. Άλλα αίτια της γυναικείας υπογονιμότητας μπορεί να είναι οι φραγμένες σάλπιγγες, που προκύπτουν όταν μια γυναίκα έχει ή είχε κάποια φλεγμονώδη νόσο της πυέλου ή ενδομητρίωση (μία ενίοτε οδυνηρή κατάσταση που προκαλεί συμφύσεις και κύστεις) ή διακοπές κυήσεων. Επίσης κάποιες συγγενείς ανωμαλίες (εκ’ γενετής παθήσεις) που αφορούν τη δομή της μήτρας (Rokitanski – Kusterhauser) ή ινομυώματα στη μήτρα, συνδέονται με επανειλημμένες αποβολές.