ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΒΑΛΒΙΔΟΠΑΘΕΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΥΗΣΗ

Κατά τη διάρκεια της κύησης οι ορμονικές μεταβολές, η χάλαση των λείων μυϊκών ινών, η ανάπτυξη του πλακούντα και της εμβρυϊκής κυκλοφορίας οδηγούν σε αύξηση του όγκου κυκλοφορούντος αίματος που μπορεί να φθάσει προ του τοκετού το 50%. Η συστηματική αγγειακή αντίσταση και η αρτηριακή πίεση ελαττώνονται και η καρδιακή συχνότητα αυξάνεται κατά 10-20 σφύξεις /min. Σαν αποτέλεσμα παρουσιάζεται αύξηση της καρδιακής παροχής κατά 30-50%. Περαιτέρω αύξηση εμφανίζεται κατά την διάρκεια του τοκετού και της λοχείας.

ΑΙΦΝΙΔΙΟΣ ΚΑΡΔΙΑΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ:

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗ

Αιφνίδιος καρδιακός θάνατος (ΑΚΘ) είναι ο φυσικός θάνατος λόγω καρδιακών αιτίων, με απότομη απώλεια των αισθήσεων, μέσα σε διάστημα μιας ώρας από την έναρξη των οξέων συμπτωμάτων. Μπορεί να προϋπάρχει ή όχι καρδιακή νόσος, αλλά ο χρόνος και ο τρόπος θανάτου είναι απρόσμενος.

Χόνδρινες και οστεοχόνδρινες βλάβες ποδοκνημικής

Διάστρεμμα Αστραγάλου – Διάστρεμμα Ποδοκνημικής

Διάστρεμμα Αστραγάλου – Ποδοκνημικής – Τι είναι Για την ευέλικτη και σωστά οριοθετούμενη κίνηση του αστραγάλου είναι υπεύθυνα τα οστά της [...]

Η αξια του θηλασμού

Η αξια του θηλασμού

Για το ποσο σπουδαιος ειναι ο θηλασμος εχει αποφανθει η επιστημονικη κοινοτητα. Το μητρικο γαλα ειναι το πιο ανεκτιμητο δωρο που μπορει να κανει μια [...]

Τι ειναι οι ευρυαγγειες;

Οι ευρυαγγείες ή τηλεαγγειεκτασίες είναι μικρά αιμοφόρα αγγεία σε διαστολή κοντά στην επιφάνεια του δέρματος ή των βλεννογόνων, διαμέτρου 0,5 – 1 [...]

Αιφνίδιος θάνατος νέων αθλητών: ένα δράμα που προλαμβάνεται

Ο πρόσφατος ξαφνικός θάνατος ενός νεαρού ανερχόμενου αθλητή στο Τέξας, στην Αμερική, έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει από την αρχή η συζήτηση για την πρόληψη τέτοιων τραγωδιών.

Ένας νέος σε ηλικία ποδοσφαιριστής τη μια στιγμή ετοιμαζόταν να βάλει γκόλ, ένα λεπτό μετά κατέρρευσε και πέθανε. Κανείς δεν το περίμενε. Υπεύθυνη είναι μια κατάσταση που ονομάζεται αιφνίδιος καρδιακός θάνατος, και είναι πιο συχνή από όσο νομίζουμε. Αιφνίδιος καρδιακός θάνατος συμβαίνει όταν η καρδιά σταματά απότομα. Σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες, δομικές ανωμαλίες της καρδιάς ή διαταραχές του καρδιακού ρυθμού είναι μια κοινή αιτία αιφνίδιου θανάτου.

ΔΙΩΞΤΕ ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΓΙΑΤΙ…….

Χρόνια τώρα οι ερευνητές προειδοποιούν για τις αρνητικές επιπτώσεις του άγχους στην υγεία. Πρόσφατα όμως μελετητές από την Μ. Βρετανία ολοκλήρωσαν έρευνα που επικεντρώθηκε σε εργαζόμενους διαφόρων ειδικοτήτων και τα αποτελέσματα ήταν συνταρακτικά.

Σαφώς μεγαλύτερη επιβάρυνση όλων των οργάνων του σώματος και μέχρι 70% μεγαλύτερο ρίσκο καρδιαγγειακών παθήσεων στους εργαζόμενους με πρόδηλα σημάδια εργασιακού στρές.

Οι πολλές ώρες εργασίας αυξάνουν κίνδυνο εμφράγματος

Η πολλή δουλειά -αποδεδειγμένα πλέον- τρώει τον αφέντη. Οι άνθρωποι που εργάζονται περισσότερες από 11 ώρες καθημερινά και όχι τις συνηθισμένες επτά έως οκτώ ώρες, αντιμετωπίζουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο να πάθουν έμφραγμα, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα. Οι ερευνητές του University College του Λονδίνου (UCL), με επικεφαλής τον καθηγητή Μίκα Κιβιμάκι, σε συνεργασία με φιλανδούς και γάλλους επιστήμονες, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο ιατρικό περιοδικό “Annals of Internal Medicine”, σύμφωνα με το BBC και το πρακτορείο Ρόιτερ, εκτιμούν ότι ο κίνδυνος αυξάνεται μέχρι

Αρτηριοπάθειες

Οι αρτηριοπάθειες είναι μία μεγάλη κατηγορία παθήσεων που αφορούν ανάπτυξη βλαβών επί του αρτηριακού συστήματος του ανθρώπινου οργανισμού.

Τα αορτικά ανευρύσματα, είναι παθολογικές διατάσεις της αορτής και αφορούν οποιοδήποτε τμήμα της. Συχνότερα προσβάλλεται η Θωρακική και η Κοιλιακή αορτή.

Στα διαχωριστικά ανευρύσματα, τα οποία είναι σπανιότερα, δημιουργείται ένας ψευδής αυλός μέσα στο τοίχωμα της αορτής, με αυξημένες πιθανότητες να οδηγηθεί σε ρήξη.

Η αρτηριοσκλήρυνση προσβάλλει όλες σχεδόν τις αρτηρίες, οδηγώντας σε στένωση ή σε απόφραξη. Οι βλάβες, μπορεί να αφορούν τα αγγεία της καρδιάς, του εντέρου, του εγκεφάλου, των νεφρών. Ως αποτέλεσμα, προκύπτει παθολογία από τα αντίστοιχα όργανα. Συναφείς βλάβες των αγγείων των κάτω άκρων, οδηγούν στην λεγόμενη περιφερική αρτηριοπάθεια.

Οι αρτηριίτιδες (φλεγμονώδεις αρτηριοπάθειες), προσβάλλουν είτε μεγάλες αρτηρίες (νόσος Takayasu), είτε μέσου εύρους (προσβολή κροταφικής αρτηρίας-κροταφική αρτηρίτιδα), νόσος Buerger, νόσος Αδαμαντιάδη- Bechet), είτε μικρού μεγέθους (αρτηριίτιδα από υπερευαισθησία).

Αρρυθμία καρδιακή

Η ρυθμική σύσπαση των τοιχωμάτων της καρδιάς (καρδιακή συστολή), οδηγεί στην προώθηση του αίματος εντός της αορτής και των λοιπών αρτηριών. Η πίεση που ασκείται στα αρτηριακά τοιχώματα, μεταδίδεται κατά μήκος των αρτηριακών τοιχωμάτων και γίνεται αντιληπτή στα σημεία ψηλαφήσεως των αρτηριών, ως ρυθμικός παλμός (σφυγμός).

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ρυθμική συσπαστικότητα των τοιχωμάτων της καρδιάς (μυοκάρδιο), εξασφαλίζεται από την περιοδική αυτοδιέγερση μίας ιδιαίτερης ηλεκτροχημικής δομής, η οποία εδρεύει στον δεξιό κόλπο και ονομάζεται φλεβόκομβος.

Ο καρδιακός ρυθμός που παράγεται από την δραστηριότητα του φλεβοκόμβου είναι ο κανονικός και φυσιολογικός καρδιακός ρυθμός, γνωστός ως φλεβοκομβικός ρυθμός.

Με τον όρο καρδιακή αρρυθμία, χαρακτηρίζεται η κατάσταση εκείνη κατά την οποία χάνεται η ρυθμικότητα της λειτουργίας της καρδιάς. Οι πάσχοντες μπορεί να αντιλαμβάνονται μία χαρακτηριστική αίσθηση «φτερουγίσματος» και σκιρτήματος μέσα στον θώρακα, ενώ άλλοτε δεν υπάρχει καμμία ιδιαίτερη αίσθηση σχετική με την υποκείμενη αρρυθμία. Εάν είναι δυνατή η ψηλάφηση του σφυγμού, διαπιστώνονται συχνά διακοπές στην εμφάνισή του.

Οι καρδιακές αρρυθμίες, μπορεί να οφείλονται σε μεταβολές:

• Του αυτοματισμού, με συνέπεια να διαταράσσεται η συχνότητα των ερεθισμάτων που παράγονται και εκπέμπονται από τον φλεβόκομβο ή και από άλλα σχετικά κέντρα των καρδιακών τοιχωμάτων.

• Της αγωγιμότητας, λόγω εκδηλώσεως αποκλεισμού μερικών ερεθισμάτων, σε κάποιο σημείο του συστήματος αγωγής.

• Πυροδοτούμενης δραστηριότητας. Πρόκειται για παραγωγή ερεθισμάτων τα οποία οφείλονται σε δυναμικά που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της αναπόλωσης του δυναμικού ενεργείας.

• Παθολογικής αυτοματικότητας. Είναι ασυνήθιστος μηχανισμός κατά τον οποίο ένα έκτοπο κέντρο εκπολώνεται αυτόνομα αλλά υπάρχει καταστολή από τον φλεβόκομβο.

Ανεύρυσμα μηριαίας αρτηρίας

Η μηριαία αρτηρία αποτελεί την η περιφερική συνέχεια της έξω λαγονίου αρτηρίας, κλάδου της κοιλιακής αορτής. Εισέρχεται στο μηρό κινούμενη υπό τον βουβωνικό σύνδεσμο και αναλαμβάνει την άρδευση με αίμα του κάτω άκρου.

Τα ανευρύσματα της μηριαίας αρτηρίας αποτελούν το 1/3 όλων των περιφερικών ανευρυσμάτων. Είναι συχνότερα στους άνδρες συγκριτικά με τις γυναίκες, ενώ η μέση ηλικία εμφανίσεώς τους εντοπίζεται στα 65 έτη. Τα περισσότερα είναι αμφοτερόπλευρα. Σε ποσοστό 75% συνυπάρχουν με αορτικό ανεύρυσμα.

Διακρίνονται σε εκείνα που περιορίζονται στην κοινή μηριαία (τύπος Ι) και εκείνα που επεκτείνονται στην εν τω βάθει μηριαία, κλάδο της κοινής μηριαίας (τύπος ΙΙ).

Η διάγνωση πραγματοποιείται με την κλινική εξέταση (ανίχνευση ψηλαφητής σφύζουσας μάζας), υπερηχογραφικώς, με Αξονική ή Μαγνητική Τομογραφία και με αγγειογραφία.

Ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής

Το ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής αποτελεί μια όχι και τόσο σπάνια και αρκετά απειλητική για τη ζωή κατάσταση. Για την καλύτερη περιγραφή και κατανόηση του ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής κρίνεται εύλογη η περιγραφή βασικών εννοιών:

Ως ανεύρυσμα χαρακτηρίζεται η μόνιμη και εντοπισμένη διάταση του τοιχώματος ενός αγγείου (τοπικό «φούσκωμα» του τοιχώματος), που προκαλείται λόγω βλάβης ή μηχανικής αδυναμίας του αγγειακού τοιχώματος. Μπορεί να αποκτήσει ποικίλες διαστάσεις, με αποκορύφωμα τη πλήρη διάσχιση του τοιχώματος – ρήξη ανευρύσματος.

Θεωρητικά μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε αγγείο του κυκλοφορικού συστήματος. Όμως στην πραγματικότητα εμφανίζονται συνήθως στις αρτηρίες, δεδομένου ότι εκεί η εσωτερική πίεση του αίματος που κυκλοφορεί είναι μεγαλύτερη και αντίστοιχα είναι μεγαλύτερη η τάση που αναπτύσσεται πάνω στο αρτηριακό τοίχωμα. Εκεί όπου το τοίχωμα μπορεί να εμφανίσει κάποια αδυναμία, εκεί υπάρχει η δυνατότητα για να δημιουργηθεί ένα ανεύρυσμα.

Tαξινόμηση ανευρυσμάτων:

Ανάλογα με την προέλευση τους τα ανευρύσματα διακρίνονται σε:

Συγγενή και επίκτητα.

Ανάλογα με τη μορφολογική τους κατάσταση σε:

Γνήσια: Ονομάζονται εκείνα τα ανευρύσματα στο σχηματισμό των οποίων συμμετέχουν και οι τρεις χιτώνες του αρτηριακού τοιχώματος.

Ψευδή: Ονομάζονται όσα προέρχονται από πλήρη τραυματική ρήξη του αρτηριακού τοιχώματος που οδηγεί σε δημιουργία εξωαυλικού αιματώματος. Το τοίχωμα τους αποτελείται από περιβάλλοντες ιστούς και όχι από τις στιβάδες του αρτηριακού τοιχώματος.

Διαχωριστικά: Δημιουργούνται από τη διάσπαση του αρτηριακού τοιχώματος εξαιτίας της αδυναμίας του έσω χιτώνα με αποτέλεσμα το σχηματισμό ενδοτοιχωματικού αιματώματος.

Ανάλογα με την εξωτερική τους μορφολογία διακρίνονται σε:

Aτρακτοειδή

Σακοειδή

Κυλινδρικά

Μικτά

Τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής είναι συνήθως ασυμπτωματικά και διαγιγνώσκονται τυχαία σε ελέγχους ρουτίνας ή κατά τη διάρκεια ελέγχου για άλλα νοσήματα και εντοπίζονται κατά 95% κάτωθεν της εκφύσεως των νεφρικών αρτηριών. Στην Ευρώπη και την Ασία η επίπτωση τους κυμαίνεται από 5%-7% με συνηθέστερη ηλικία εμφάνισης τα 70-75 χρόνια. Παγκοσμίως προσβάλουν κυρίως τους άνδρες ενώ δεν υπάρχει διαφορά στον επιπολασμό (συχνότητα εκδηλώσεως) μεταξύ λευκής και μαύρης φυλής. H έγκαιρη χειρουργική θεραπεία ελαττώνει τη θνησιμότητα στο 0,9-5%. Εάν καθυστερήσει και διαμεσολαβήσει ρήξη του ανευρύσματος, η θνησιμότητα αγγίζει το 75%. Σε ανευρύσματα διαμέτρου άνω των 5cm, ο κίνδυνος ρήξης αγγίζει το 25% με ποσοστό θνησιμότητας 75%.

Ανεύρυσμα ιγνυακής αρτηρίας

Η ιγνυακή αρτηρία είναι συνέχεια της μηριαίας αρτηρίας και εισέρχεται στον ιγνυακό βόθρο (κοίλωμα σχήματος ρόμβου στην οπίσθια επιφάνεια του γόνατος), διερχόμενη μέσα από το τρήμα (δίοδο) του μεγάλου προσαγωγού μυός. Τελειώνει στο ύψος του κάτω χείλους του ιγνυακού μυός, όπου διαιρείται στην πρόσθια και οπίσθια κνημιαία αρτηρία.

Τα ανευρύσματα της ιγνυακής αρτηρίας αποτελούν το 70% όλων των περιφερικών ανευρυσμάτων. Εμφανίζονται συχνότερα σε ηλικιωμένους ασθενείς και σε άνδρες. Είναι αμφοτερόπλευρα και συχνά μπορεί να συνυπάρχουν με ανευρύσματα άλλων αγγείων, όπως της κοιλιακής αορτής.

Η διάγνωση τίθεται με την κλινική εξέταση (ψηλάφηση ) και επιβεβαιώνεται υπεηχογραφικώς, με αξονική τομογραφία και αγγειογραφία.

Ανεύρυσμα θωρακικής αορτής

Η αορτή είναι η αρτηρία που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και υποδέχεται τον όγκο του αίματος που εκτοξεύεται κατά την συστολή της αριστεράς κοιλίας. Δεν έχει αυτοδύναμη, όπως η καρδιά, συσταλτική ικανότητα, αλλά συμβάλλει στην αρτηριακή πίεση. και στην παλμική (σφυγμική) συνεχή ροή αίματος.

Η αορτή διακρίνεται σε δύο τμήματα: την Θωρακική και την Κοιλιακή αορτή. Η Θωρακική αορτή, αποτελείται από την ανιούσα, το αορτικό τόξο και την κατιούσα θωρακική αορτή, η οποία καταλήγει έως το διάφραγμα.

Το ανεύρυσμα της θωρακικής αορτής είναι μια εξαιρετικά απειλητική για τη ζωή κατάσταση. Ως ανεύρυσμα, χαρακτηρίζεται η μόνιμη και εντοπισμένη διάταση του τοιχώματος μιάς αρτηρίας. Οφείλεται σε βλάβη ή αδυναμία του αρτηριακού τοιχώματος. H ανευρυσματική διάταση, μπορεί να αποκτήσει ποικίλες διαστάσεις.

Σε ότι αφορά τη Θωρακική αορτή, αν η διάμετρος της είναι μεγαλύτερη από 3,5cm θεωρείται διατεταμένη, ενώ αν είναι μεγαλύτερη από 4,5cm θεωρείται πλέον ανευρυσματική. Η ανευρυσματική διάταση μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιοδήποτε τμήμα του αγγείου (ανιούσα, κατιούσα, τόξο).

Η επίπτωση της νόσου είναι περίπου 6 περιστατικά ανά 100.000 άτομα. Είναι συχνότερη στη λευκή φυλή και στο ανδρικό φύλο. Η μέση ηλικία εμφάνισής της είναι τα 60-65 έτη. Ωστόσο, η αιτιολογία της δημιουργίας του ανευρύσματος επηρεάζει την ηλικία εκδήλωσης της νόσου. Συγκεκριμένα, άτομα που πάσχουν από κληρονομικές διαταραχές, εμφανίζουν ανευρύσματα σε νεαρότερη ηλικία.

Ανεύρυσμα

Ως ανεύρυσμα, χαρακτηρίζεται η μόνιμη και εντοπισμένη διάταση του τοιχώματος μιάς αρτηρίας, η οποία οφείλεται σε βλάβη ή αδυναμία του αρτηριακού τοιχώματος.

Η ανευρυσματική διάταση, μπορεί να αποκτήσει ποικίλες διαστάσεις.

Ανεύρυσμα, μπορεί να εμφανιστεί θεωρητικά σε οποιοδήποτε αγγείο του κυκλοφορικού συστήματος. Όμως στην πραγματικότητα σχεδόν πάντοτε, τα ανευρύσματα εμφανίζονται σε μια αρτηρία.

Ανευρύσματα μπορούν να εμφανισθούν στην κοιλιακή αορτή και θωρακική αορτή, στις εγκεφαλικές αρτηρίες και στις περιφερικές μεγάλες αρτηρίες που βρίσκονται στα πόδια και πίσω από τα γόνατα. Πάντως, συχνότερα εντοπίζονται στην κοιλιακή και θωρακική αορτή, καθώς και στις αρτηρίες του εγκεφάλου.

Η συχνότητα εμφάνισης των ανευρυσμάτων κυμαίνεται ανά τις διάφορες μελέτες, από 4-7% του γενικού πληθυσμού.

Σους ασθενείς που εμφανίζουν ανεύρυσμα, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ρήξης του ανευρύσματος. Το μέγεθος του και άλλοι συμπαρομαρτούντες παράγοντες (π.χ. ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, κ.λ.π.), καθορίζουν τη πιθανότητα ρήξης. Σε περίπτωση ρήξης ενός ανευρύσματος, τίθεται σε κίνδυνο η ζωή του ασθενούς. Η θέση του ραγέντος ανευρύσματος, καθορίζει πρωτίστως, το βαθμό του κινδύνου.

Η αποκάλυψη της παρουσίας ενός ανευρύσματος, γίνεται με ειδικές εξετάσεις όπως η αξονική τομογραφία, η μαγνητική τομογραφία, το υπερηχογράφημα, η αγγειογραφία.

Με εξετάσεις αυτού του τύπου, παρακολουθείται και η εξέλιξη ενός ανευρύσματος. Έτσι, εάν δεν τεθεί εξ αρχής η ένδειξη για χειρουργική αντιμετώπιση, αυτή μπορεί να προκύψει από τα αποτελέσματα των εξετάσεων παρακολούθησης.

Tαξινόμηση ανευρυσμάτων:

Ανάλογα με την προέλευση τους τα ανευρύσματα διακρίνονται σε:

Συγγενή: Οφείλονται είτε σε συγγενή ανωμαλία του μέσου χιτώνα είτε σε δυστροφία του μέσου χιτώνα.

Επίκτητα: Τα επίκτητα ανάλογα με την αιτιολογία τους διακρίνονται σε:

Aρτηριοσκληρυντικά

Εκφυλιστικά

Συφιλιδικά

Μυκωτικά

Τραυματικά

Μεταστενωτικά

Ανάλογα με τη μορφολογική τους κατάσταση σε:

Γνήσια: Ονομάζονται εκείνα τα ανευρύσματα στο σχηματισμό των οποίων συμμετέχουν και οι τρεις χιτώνες του αρτηριακού τοιχώματος.

Ψευδή: Ονομάζονται όσα προέρχονται από πλήρη τραυματική ρήξη του αρτηριακού τοιχώματος που οδηγεί σε δημιουργία εξωαυλικού αιματώματος. Το τοίχωμα τους αποτελείται από περιβάλλοντες ιστούς και όχι από τις στιβάδες του αρτηριακού τοιχώματος.

Διαχωριστικά: Δημιουργούνται από τη διάσπαση του αρτηριακού τοιχώματος εξαιτίας της αδυναμίας του έσω χιτώνα με αποτέλεσμα το σχηματισμό ενδοτοιχωματικού αιματώματος.

Ανάλογα με την εξωτερική τους μορφολογία διακρίνονται σε:

Aτρακτοειδή

Σακοειδή

Κυλινδρικά

Μικτά

Κλινικώς διακρίνονται σε ραγέντα και μη ραγέντα.

ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ

Οι πιο συνηθισμένες και σοβαρές περιεγχειρητικές επιπλοκές των μη καρδιακών επεμβάσεων είναι οι καρδιακές. Από τους ασθενείς  που υποβάλλονται σε γενικές εγχειρήσεις  ετησίως, το ένα τρίτο πάσχουν από καρδιακές παθήσεις (στεφανιαία νόσο, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, διαβήτης, βαλβιδοπάθειες, αρρυθμίες). Οι ασθενείς  με τις προηγούμενες παθήσεις αποτελούν το 80% των ετήσιων περιεγχειρητικών καρδιακών επιπλοκών.

Η συχνότητα των καρδιακών παθήσεων αυξάνει με την  ηλικία, όπως επίσης αυξάνεται με το χρόνο  και το ποσοστό των ηλικιωμένων, με αποτέλεσμα να συναντούμε  όλο και περισσότερους  καρδιοπαθείς που να υποβάλλονται σε γενικές χειρουργικές επεμβάσεις.

Καρδιοτοκογραφία

Η καρδιοτοκογραφία (NST) αποτελεί εξέταση, που βασίζεται στην σύγχρονη καταγραφή του βασικού εμβρυικού καρδιακού ρυθμού και της δραστηριότητας του μυομητρίου κατά το 3ο τρίμηνο της κυήσεως, με ειδικά όργανα, τους καρδιοτοκογράφους. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με την ενδομήτρια κατάσταση του εμβρύου, αξιολογώντας δεδομένα, που αναφέρονται στην αντίδραση του εμβρύου στην συσταλτικότητα της μήτρας. Για παράδειγμα μπορούμε να αποφανθούμε για την εμβρυική βραδυκαρδία ή ταχυκαρδία κατά το χρονικό διάστημα πρίν, κατά και μετά από μια συστολή του μυομητρίου. Κατά την εξέταση αυτή, που διαρκεί περίπου 30 λεπτά, η έγκυος βρίσκεται σε κατάκλιση και συνδέεται με τις δύο κεφαλές του καρδιοτοκογράφου ως εξής: